εκτυφλωτικός

εκτυφλωτικός
η , ό[ν] ослепляющий, ослепительный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκτυφλωτικός" в других словарях:

  • εκτυφλωτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να εκτυφλώνει («εκτυφλωτικό φως») 2. μτφ. αυτός που προκαλεί συγκλονιστική εντύπωση, εκθαμβωτικός («εκτυφλωτική ομορφιά») …   Dictionary of Greek

  • εκτυφλωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που προκαλεί τύφλωση: Το φως του προβολέα είναι εκτυφλωτικό. 2. μτφ., που αναγκάζει κάποιον από την υπερβολική λάμψη να κλείσει τα μάτια του: Η λάμψη του χρυσού είναι εκτυφλωτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυφλωτικός — ή, ό / τυφλωτικός, ή, όν, ΝΜ [τυφλῶ] αυτός που μπορεί να τυφλώσει, εκτυφλωτικός …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • εκθαμβωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που με άπλετο φως ή δυνατή λάμψη συσκοτίζει την όραση, ο εκτυφλωτικός: Εκθαμβωτικός προβολέας. 2. μτφ., που προκαλεί έκπληξη, έκσταση: Εκθαμβωτική δόξα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαμπωτικός — ή, ό που προκαλεί θάμπος (βλ. λ.), εκτυφλωτικός, καταπληκτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»